Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπὶ τὸν πόλεμον

См. также в других словарях:

  • BANTIA — urbs Italiae. Steph. meminit eius Liv. l. 27. c. 25. ubi de Marcello Consule; Inter Venusiam, Bantiamque minus 3. mill. pass. intervallâ Consules binis castris consederunt. Idem legas apud Plut. in eodem Marcello, Ε᾿ξῆλθε μετὰ τοῦ συνάρχοντος ἐπὶ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσαναιρώ — έω, Α 1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον 2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως 3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση 4. μέσ. προσαναροῡμαι, έομαι αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν… …   Dictionary of Greek

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»